- τουρτουριάρης
- α, ικο 1. мерзлявый, зябкий;2. (ο ) мерзляк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουρτουριάρης, -α, -ικο — τρεμουλιάρης από κρύο ή φόβο ή πυρετό: Τουρτουριάρης γέρος στο χιόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουρτουριάρης — α, ικο, Ν αυτός που τουρτουρίζει, που τρέμει από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρτούρα / τούρτουρο + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, κρυουλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek